- εμπληκτικος
- ἐμπληκτικόςἐμ-πληκτικός3тупоумный, глупый Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εμπληκτικός — ἐμπληκτικός, ή, όν (Α) αυτός που εκπλήσσεται εύκολα, ανόητος … Dictionary of Greek
ἐμπληκτικοί — ἐμπληκτικός stupid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπληκτική — ἐμπληκτικός stupid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπληκτικῶς — ἐμπληκτικός stupid adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)